- δαφνηφορώ
- δαφνηφορῶ (-έω) (Α) [δαφνηφόρος]1. κρατώ δάφνινα κλαδιά ή στεφάνια («ἐδαφνηφόρει σύμπας ὁ στρατός»)2. είμαι στολισμένος με δάφνες («αἱ ῥάβδοι ἐδαφνηφόρουν»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνηφόρῳ — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek